Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
accidents
/ˈæk.sɪ.dənt/ = NOUN: ατύχημα, δυστύχημα, τυχαίο συμβάν;
USER: ατυχήματα, ατυχημάτων, τα ατυχήματα, ατυχήματος, των ατυχημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
activate
/ˈæk.tɪ.veɪt/ = VERB: θέτω εις ενέργειαν, δραστηριοποιώ;
USER: ενεργοποιήσετε, ενεργοποίηση, ενεργοποιήσει, ενεργοποιούν, ενεργοποιήστε
GT
GD
C
H
L
M
O
advantage
/ədˈvɑːn.tɪdʒ/ = NOUN: πλεονέκτημα, όφελος, προτέρημα;
USER: πλεονέκτημα, όφελος, επωφεληθούν, πλεονεκτήματος, πλεονεκτήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
ahead
/əˈhed/ = ADVERB: εμπρός;
USER: εμπρός, μπροστά, πριν, μέλλον, προχωρήσει, προχωρήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
approach
/əˈprəʊtʃ/ = NOUN: προσέγγιση;
VERB: πλησιάζω;
USER: προσέγγιση, προσέγγισης, προσέγγιση που, την προσέγγιση, προσέγγιση της
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
auto
/ˈɔː.təʊ/ = PREFIX: αυτο-;
USER: auto, αυτοκινήτων, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματο
GT
GD
C
H
L
M
O
autonomous
/ɔːˈtɒn.ə.məs/ = ADJECTIVE: αυτονόμος;
USER: αυτόνομες, αυτόνομων, αυτόνομο, αυτόνομη, αυτόνομα
GT
GD
C
H
L
M
O
average
/ˈæv.ər.ɪdʒ/ = NOUN: μέσος, μέσος όρος;
VERB: υπολογίζομαι κατά μέσον όρον, υπολογίζω;
USER: μέσος όρος, μέσος, μέσο όρο, μέση, μέσο, μέσο
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
becomes
/bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω;
USER: γίνεται, καθίσταται, γίνει, καταστεί, μετατρέπεται
GT
GD
C
H
L
M
O
being
/ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση;
USER: ύπαρξη, είναι, να, να είναι, που είναι, που είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
benefit
/ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση;
VERB: ωφελούμαι, ωφελώ;
USER: όφελος, επωφεληθούν, επωφελούνται, επωφεληθεί, ωφεληθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
book
/bʊk/ = NOUN: βιβλίο;
VERB: εγγράφω;
USER: βιβλίο, Κάντε κράτηση, βιβλίου, το βιβλίο, κλείσετε, κλείσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
car
/kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα;
USER: αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, αυτοκίνητό, το αυτοκίνητο
GT
GD
C
H
L
M
O
caught
/kɔːt/ = VERB: συλλαμβάνω, αρπάζω, τσακώνω, αντιλαμβάνομαι;
USER: αλιεύονται, που αλιεύονται, αλιευθεί, αλιεύθηκαν, αλιεύεται, αλιεύεται
GT
GD
C
H
L
M
O
ceded
/siːd/ = VERB: παραχωρώ, εκχωρώ, ενδίδω;
USER: παραχωρήθηκε,
GT
GD
C
H
L
M
O
ceo
/ˌsiː.iːˈəʊ/ = USER: Διευθύνων Σύμβουλος, ceo, Διευθύνων Σύμβουλος της, CEO της, προϊστάμενος υπαλλήλων
GT
GD
C
H
L
M
O
change
/tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή;
VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν
GT
GD
C
H
L
M
O
combines
/kəmˈbaɪn/ = NOUN: συνδυασμός, θεριστική αλωνιστική μηχανή, καρτέλ, κοινοπραξία;
VERB: συνδυάζω, συνενώνω, συνδυάζομαι, ενώνω;
USER: συνδυάζει, συνδυάζει την, συνδυάζει τη, συνδυάζει το, συνδυάζει τις
GT
GD
C
H
L
M
O
commercialization
/kəˌmɜːʃəlaɪˈzeɪʃən/ = NOUN: εμποροποίηση;
USER: εμποροποίηση, εμπορευματοποίηση,
GT
GD
C
H
L
M
O
concept
/ˈkɒn.sept/ = NOUN: έννοια, ιδέα, σχέδιο, γενική ιδέα;
USER: έννοια, ιδέα, έννοιας, αντίληψη, έννοια της
GT
GD
C
H
L
M
O
concert
/ˈkɒn.sət/ = NOUN: συναυλία, συνεννόηση, κοντσέρτο, αρμονία;
USER: συναυλία, συναυλίες, για συναυλίες, συναυλιών, συναυλίας
GT
GD
C
H
L
M
O
conference
/ˈkɒn.fər.əns/ = NOUN: διάσκεψη, συνδιάσκεψη, σύσκεψη;
USER: διάσκεψη, συνδιάσκεψη, συνέδριο, συνέντευξη, διάσκεψης
GT
GD
C
H
L
M
O
connected
/kəˈnek.tɪd/ = ADJECTIVE: συνδεδεμένος;
USER: συνδεδεμένος, συνδέεται, συνδέονται, συνδεδεμένο, συνδεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
connectivity
/ˌkɒn.ekˈtɪv.ɪ.ti/ = USER: συνδεσιμότητα, σύνδεσης, συνδεσιμότητας, σύνδεση, συνδετικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
control
/kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης;
VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω;
USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει
GT
GD
C
H
L
M
O
controls
/kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης;
USER: ελέγχους, ελέγχων, έλεγχοι, ελέγχου, τους ελέγχους
GT
GD
C
H
L
M
O
could
/kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
current
/ˈkʌr.ənt/ = NOUN: ρεύμα, ρους;
ADJECTIVE: τρέχων, ισχύων, τωρινός, τρεχούμενος, σύγχρονος, κυκλοφορών;
USER: ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, σημερινή
GT
GD
C
H
L
M
O
day
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών
GT
GD
C
H
L
M
O
developing
/dɪˈvel.ə.pɪŋ/ = ADJECTIVE: υπανάπτυκτος;
USER: ανάπτυξη, την ανάπτυξη, αναπτυσσόμενων, αναπτυσσόμενες, ανάπτυξης
GT
GD
C
H
L
M
O
distance
/ˈdɪs.təns/ = NOUN: απόσταση, διάστημα, απέχων;
USER: απόσταση, απόσταση με, αποστάσεως, εξ αποστάσεως, απόστασης
GT
GD
C
H
L
M
O
do
/də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
NOUN: ντο, υποδοχή;
USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
documents
/ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφα;
USER: έγγραφα, εγγράφων, εγγράφων που, των εγγράφων, των εγγράφων που
GT
GD
C
H
L
M
O
done
/dʌn/ = ADJECTIVE: γινώμενος, καμωμένος;
USER: γίνεται, γίνει, κάνει, γίνονται, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
drive
/draɪv/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω;
NOUN: αμαξοπορεία;
USER: οδηγώ, οδήγησης, οδηγείτε, οδηγεί, οδηγούν, οδηγούν
GT
GD
C
H
L
M
O
driver
/ˈdraɪ.vər/ = NOUN: οδηγός;
USER: οδηγός, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης
GT
GD
C
H
L
M
O
driverless
= USER: χωρίς οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, driverless, τηλεκατευθυνόμενο, χωρίς πρόγραμμα οδήγησης
GT
GD
C
H
L
M
O
drivers
/ˈdraɪ.vər/ = NOUN: οδηγός;
USER: οδηγοί, οδηγών, τους οδηγούς, οδηγούς, οι οδηγοί
GT
GD
C
H
L
M
O
drives
/ˈdraɪ.vər/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω;
NOUN: αμαξοπορεία;
USER: Δίσκοι, drives, μονάδες, δίσκους, κάλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
driving
/ˈdraɪ.vɪŋ/ = NOUN: οδήγηση;
USER: οδήγηση, οδήγησης, την οδήγηση, κινητήρια, πάτε
GT
GD
C
H
L
M
O
due
/djuː/ = ADJECTIVE: οφειλόμενος, ληξιπρόθεσμος;
USER: λόγω, λόγω της, οφείλεται, οφείλονται, εξαιτίας
GT
GD
C
H
L
M
O
e
/iː/ = NOUN: μι;
USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό
GT
GD
C
H
L
M
O
electric
/ɪˈlek.trɪk/ = NOUN: ηλεκτρικός;
ADJECTIVE: ηλεκτρικός;
USER: ηλεκτρικός, ηλεκτρικό, ηλεκτρικά, ηλεκτρική, ηλεκτρικών
GT
GD
C
H
L
M
O
english
/ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός;
NOUN: Εγγλέζος;
USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα
GT
GD
C
H
L
M
O
entertainment
/ˌentərˈtānmənt/ = NOUN: ψυχαγωγία, διασκέδαση;
USER: ψυχαγωγία, διασκέδαση, ψυχαγωγίας, Entertainment, διασκέδασης, διασκέδασης
GT
GD
C
H
L
M
O
environment
/enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο;
USER: περιβάλλον, περιβάλλοντος, το περιβάλλον, του περιβάλλοντος
GT
GD
C
H
L
M
O
error
/ˈer.ər/ = NOUN: σφάλμα, λάθος, πλάνη, παρόραμα;
USER: σφάλμα, λάθος, πλάνη, σφάλματος, λάθους
GT
GD
C
H
L
M
O
estimates
/ˈes.tɪ.meɪt/ = NOUN: εκτίμηση, υπολογισμός, προϋπολογισμός;
USER: εκτιμήσεις, εκτιμήσεων, οι εκτιμήσεις, προβλέψεις, τις εκτιμήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
example
/ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα;
USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος
GT
GD
C
H
L
M
O
expressway
/ɪkˈspres.weɪ/ = USER: ταχείας, ταχείας κυκλοφορίας, Expressway
GT
GD
C
H
L
M
O
extra
/ˈek.strə/ = ADVERB: επιπλέον, περιπλέον;
ADJECTIVE: πρόσθετος, έκτακτος;
USER: επιπλέον, έξτρα, πρόσθετη, εκτός, πρόσθετο
GT
GD
C
H
L
M
O
first
/ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first;
USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
forefront
/ˈfɔː.frʌnt/ = NOUN: πρώτη γραμμή, έμπροσθεν μέρος;
USER: πρώτη γραμμή, πρωτοπορία, προσκήνιο, γραμμή, επίκεντρο
GT
GD
C
H
L
M
O
free
/friː/ = ADVERB: δωρεάν, τζάμπα;
ADJECTIVE: ελεύθερος, απηλλαγμένος, ανέξοδος;
VERB: ελευθερώνω;
USER: δωρεάν, ελεύθερος, Ατελώς, ελεύθερη, χωρίς, χωρίς
GT
GD
C
H
L
M
O
frees
/friː/ = USER: ελευθερώνει, απελευθερώνει, απαλλάσσει, αποδεσμεύει, απελευθερώνονται
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
give
/ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω;
USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
h
/eɪtʃ/ = USER: h, Η, ω, ώρες, ώρα
GT
GD
C
H
L
M
O
hands
/ˌhænd.ˈzɒn/ = NOUN: χέρι, χειρ, γραφή, εργάτης, δείκτης ωρολόγιου;
VERB: θίγω, εγχειρίζω;
USER: τα χέρια, χέρια, χεριών, hands, στα χέρια
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
high
/haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος;
ADVERB: ψηλά;
USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό
GT
GD
C
H
L
M
O
hours
/aʊər/ = NOUN: ώρα;
USER: ώρες, ωρών, ώρα, νύχτα, ώρες την, ώρες την
GT
GD
C
H
L
M
O
huge
/hjuːdʒ/ = ADJECTIVE: τεράστιος, πελώριος, θεόρατος, υπερμεγέθης, γιγαντόσωμος, παμμέγεθης;
USER: τεράστιος, τεράστια, τεράστιο, τεράστιες, Ο
GT
GD
C
H
L
M
O
human
/ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος;
USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
implementing
/ˈɪm.plɪ.ment/ = VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα;
USER: εφαρμογή, εκτελεστικών, εφαρμογής, την εφαρμογή, υλοποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
important
/ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος;
USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
industry
/ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία;
USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
ingeniously
/ɪnˈdʒiː.ni.əs/ = USER: έξυπνα,
GT
GD
C
H
L
M
O
instructions
/ɪnˈstrʌk.ʃən/ = NOUN: οδηγίες;
USER: οδηγίες, τις οδηγίες, οδηγιών, οδηγίες που, οδηγίες για
GT
GD
C
H
L
M
O
interest
/ˈɪn.trəst/ = NOUN: τόκος, συμφέρο, ενδιαφέρο;
VERB: ενδιαφέρω;
USER: τόκος, ενδιαφέροντος, ενδιαφέρον, συμφέρον, συμφέροντος
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
itself
/ɪtˈself/ = PRONOUN: εαυτό, αυτό κάθε αυτό;
USER: εαυτό, ίδια, ίδιο, η ίδια, μόνη
GT
GD
C
H
L
M
O
jam
/dʒæm/ = NOUN: μαρμελάδα, εμπλοκή, γλυκό του κουταλιού, παράσιτα, στριμωξίδι, συνωστισμός;
VERB: πιέζω, σφηνώνω, συνωστίζω, συνωστίζομαι, παθαίνω εμπλοκή, πιάνομαι, συνθλιθώ, παρεμβάλλω παράσιτα;
USER: μαρμελάδα, εμπλοκή, μαρμελάδας, μαρμελάδες, εμπλοκής
GT
GD
C
H
L
M
O
jams
/dʒæm/ = NOUN: μαρμελάδα, εμπλοκή, γλυκό του κουταλιού, παράσιτα, στριμωξίδι, συνωστισμός;
USER: μαρμελάδες, εμπλοκές, εμπλοκών, συμφόρηση, συμφόρησης
GT
GD
C
H
L
M
O
key
/kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο;
VERB: τονίζω;
USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό
GT
GD
C
H
L
M
O
large
/lɑːdʒ/ = NOUN: μεγάλο;
ADJECTIVE: μεγάλος, ευρύς, μέγας, πλατύς;
USER: μεγάλο, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα, μεγάλα
GT
GD
C
H
L
M
O
lets
/let/ = VERB: αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω;
NOUN: μίσθωση, κώλυμα;
USER: αφήνει, επιτρέπει, σας δίνει τη δυνατότητα, ας, σας επιτρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
life
/laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή
GT
GD
C
H
L
M
O
lot
/lɒt/ = NOUN: παρτίδα, λώτ;
USER: παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή, πολλή
GT
GD
C
H
L
M
O
made
/meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος;
USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
meeting
/ˈmiː.tɪŋ/ = NOUN: συνεδρίαση, συνάντηση, συνέλευση, διάσκεψη, ημερίδα;
USER: συνάντηση, συνεδρίαση, συνεδρίασης, σύσκεψη, συνεδρίασή, συνεδρίασή
GT
GD
C
H
L
M
O
mobility
/məʊˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: κινητικότητα, ευκινησία;
USER: κινητικότητα, κινητικότητας, την κινητικότητα, της κινητικότητας, κινητικότητα των
GT
GD
C
H
L
M
O
mode
/məʊd/ = NOUN: τρόπος, μόδα, συρμός;
USER: τρόπος, λειτουργία, τρόπο, κατάσταση, λειτουργίας
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
my
/maɪ/ = PRONOUN: můj;
USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η
GT
GD
C
H
L
M
O
next
/nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος;
PREPOSITION: έπειτα;
USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
off
/ɒf/ = ADVERB: μακριά από;
ADJECTIVE: σβηστός;
USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά
GT
GD
C
H
L
M
O
okay
/ˌəʊˈkeɪ/ = NOUN: καλά;
VERB: εγκρίνω;
USER: καλά, εντάξει, okay, πειράζει, εντάξει για
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
original
/əˈrɪdʒ.ɪ.nəl/ = NOUN: πρωτότυπο;
ADJECTIVE: αρχικός, πρωτότυπος, αρχέτυπος, ιδιόμορφος;
USER: πρωτότυπο, αρχικός, αρχική, αρχικό, αρχικής
GT
GD
C
H
L
M
O
over
/ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ;
ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από
GT
GD
C
H
L
M
O
owner
/ˈəʊ.nər/ = NOUN: ιδιοκτήτης, κτήτορας;
USER: ιδιοκτήτης, ιδιοκτήτη, κάτοχος, τον ιδιοκτήτη, κατόχου
GT
GD
C
H
L
M
O
par
/pɑːr/ = NOUN: par, άρτιο, ισοτιμία, ισότης όρων, πραγματική αξία;
USER: par, άρτιο, παρ., ονομαστικής, ονομαστική
GT
GD
C
H
L
M
O
partner
/ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής;
USER: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, εταίρους, εταίρο
GT
GD
C
H
L
M
O
pay
/peɪ/ = NOUN: πληρωμή, μισθός, μισθοδοσία;
VERB: πληρώνω, προσφέρω;
USER: πληρωμή, δικαστικά, πληρώσει, καταβάλει, πληρώνουν, πληρώνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
per
/pɜːr/ = PREPOSITION: ανά, κατά, διά;
USER: ανά, κατά, ζώνης, κάθε, ανα
GT
GD
C
H
L
M
O
phone
/fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο;
VERB: τηλεφωνώ;
USER: τηλέφωνο, τηλεφώνου, τηλέφωνό, κινητό, τηλεφωνίας, τηλεφωνίας
GT
GD
C
H
L
M
O
position
/pəˈzɪʃ.ən/ = NOUN: θέση, τοποθεσία;
USER: θέση, θέσης, τη θέση, θέση του, θέση της
GT
GD
C
H
L
M
O
primary
/ˈpraɪ.mə.ri/ = ADJECTIVE: πρωταρχικός, βασικός, πρώτος, αρχικός, στοιχειώδης;
USER: πρωταρχικός, βασικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωτοβάθμιας
GT
GD
C
H
L
M
O
productivity
/ˌprɒd.ʌkˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: παραγωγικότητα;
USER: παραγωγικότητα, παραγωγικότητας, της παραγωγικότητας, την παραγωγικότητα, παραγωγικότητας της
GT
GD
C
H
L
M
O
prototype
/ˈprəʊ.tə.taɪp/ = NOUN: πρωτότυπο;
USER: πρωτότυπο, πρωτοτύπου, πρότυπο, πρωτοτύπων, πρωτότυπου
GT
GD
C
H
L
M
O
published
/ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω;
USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε
GT
GD
C
H
L
M
O
quality
/ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή;
USER: ποιότητα, ποιότητας, της ποιότητας, την ποιότητα, ποιότητα των
GT
GD
C
H
L
M
O
react
/riˈækt/ = VERB: αντιδρώ, αντενεργώ;
USER: αντιδρούν, αντιδράσει, να αντιδράσει, αντιδρά, αντιδράσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
ready
/ˈred.i/ = ADJECTIVE: έτοιμος, πρόθυμος, εύκολος, γινώμενος;
USER: έτοιμος, έτοιμο, έτοιμη, έτοιμοι, έτοιμα
GT
GD
C
H
L
M
O
real
/rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός;
NOUN: έμπρακτα, ρεάλι;
USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές
GT
GD
C
H
L
M
O
reason
/ˈriː.zən/ = NOUN: λόγος, αιτία, λογικό, φρένα;
VERB: συζητώ, λογικεύομαι, κρίνω;
USER: λόγος, αιτία, λόγο, λόγω, λόγος για, λόγος για
GT
GD
C
H
L
M
O
receive
/rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι;
USER: λαμβάνω, λαμβάνουν, λάβετε, λαμβάνετε, λάβουν
GT
GD
C
H
L
M
O
represents
/ˌrep.rɪˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω;
USER: αντιπροσωπεύει, αντιπροσωπεύει το, παριστάνει, εκπροσωπεί, αποτελεί
GT
GD
C
H
L
M
O
road
/rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός;
ADJECTIVE: χερσαίος;
USER: δρόμος, οδός, δρόμο, οδικών, δρόμου
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
safety
/ˈseɪf.ti/ = NOUN: ασφάλεια, σιγουριά;
ADJECTIVE: ασφαλής;
USER: ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας
GT
GD
C
H
L
M
O
scale
/skeɪl/ = NOUN: κλίμακα, ζυγαριά, κλίμαξ, λέπι, πλάστιγγα, ιεράρχηση, λέπιο;
VERB: σκαλώνω, αναρριχώμαι;
USER: κλίμακα, κλίμακας, μέγεθος, διαστάσεων, ζυγαριά
GT
GD
C
H
L
M
O
screen
/skriːn/ = NOUN: οθόνη, κόσκινο, παραπέτασμα, παραβάν, προπέτασμα, προφυλακτήρ, οθόνη κινηματογράφου;
VERB: προφυλάσσω, σκεπάζω, προβάλλω επί της οθόνης, κοσκινίζω;
USER: οθόνη, οθόνης, οθόνη του, οθ νη, κόσκινο
GT
GD
C
H
L
M
O
see
/siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
NOUN: επισκοπή;
USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε
GT
GD
C
H
L
M
O
select
/sɪˈlekt/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω;
ADJECTIVE: εκλεκτός;
USER: επιλέξτε, επιλέξετε, επιλογή, επιλέξει, επιλέγετε
GT
GD
C
H
L
M
O
sensing
/sens/ = NOUN: εξεύρεση της φόρας;
USER: αίσθησης, ανίχνευσης, αισθητήρια, ανίχνευση, αισθητήριο
GT
GD
C
H
L
M
O
show
/ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο;
VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
sign
/saɪn/ = NOUN: σημείο, σήμα, πινακίδα, επιγραφή, ταμπέλα, προγνωστικό, νεύμα;
VERB: υπογράφω, νεύω;
USER: σήμα, σημείο, υπογράψει, υπογράψουν, εγγραφείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
situations
/sɪt.juˌeɪ.ʃənz ˈveɪ.kənt/ = NOUN: κατάσταση, θέση, τοποθεσία;
USER: καταστάσεις, καταστάσεων, περιπτώσεις, τις καταστάσεις, καταστάσεις που
GT
GD
C
H
L
M
O
smart
/smɑːt/ = ADJECTIVE: έξυπνος, κομψός, ξύπνιος, οξύς, ζωηρός, δριμύς;
NOUN: μάγκας, πόνος;
VERB: πονώ, τσούζω;
USER: έξυπνος, έξυπνη, έξυπνο, έξυπνες, έξυπνα
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
specific
/spəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειδικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος;
USER: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
speed
/spiːd/ = NOUN: ταχύτητα, σπουδή, ταχύτης;
VERB: επιταχύνω, ευημερώ, κατευοδώνω, τρέχω γρήγορα, σπεύδω;
USER: ταχύτητα, επιταχύνει, επιτάχυνση, επιταχυνθεί, επιταχύνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
spends
/spend/ = VERB: ξοδεύω, δαπανώ, αναλώνω, εξοδεύω;
USER: δαπανά, ξοδεύει, περνά, περνάει, ξοδεύει το
GT
GD
C
H
L
M
O
stage
/steɪdʒ/ = NOUN: στάδιο, φάση, σκηνή, εξέδρα, λεωφορείο, παλκοσενικό;
VERB: αναβιβάζω επί της σκηνής, σκηνοθετώ;
USER: στάδιο, φάση, σκηνή, σταδίου, το στάδιο
GT
GD
C
H
L
M
O
start
/stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα;
VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
take
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει
GT
GD
C
H
L
M
O
taken
/ˈteɪ.kən/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: λαμβάνονται, λαμβάνεται, ληφθεί, ελήφθησαν, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
technologies
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογιών, τεχνολογίες, των τεχνολογιών, τεχνολογίες που, τεχνολογίες της
GT
GD
C
H
L
M
O
technology
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών
GT
GD
C
H
L
M
O
terms
/tɜːm/ = NOUN: όροι;
USER: όροι, όρους, αφορά, άποψη, όρων
GT
GD
C
H
L
M
O
test
/test/ = NOUN: δοκιμή, εξέταση, κριτήριο, εξετάσεις, όστρακο, μέσο δοκιμής;
VERB: δοκιμάζω;
USER: δοκιμή, εξέταση, δοκιμής, δοκιμών, δοκιμασία, δοκιμασία
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
there
/ðeər/ = ADVERB: εκεί;
USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
those
/ðəʊz/ = PRONOUN: tamti;
USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων
GT
GD
C
H
L
M
O
ticket
/ˈtɪk.ɪt/ = NOUN: εισιτήριο, δελτίο, τικέτο, θαμνώνας, κατάλογος υποψήφιων, σημείωμα;
VERB: επισημειώ, μαρκάρω;
USER: εισιτήριο, εισιτηρίων, εισιτηρίου, εισιτήρια για, για εισιτήρια
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
tomorrow
/təˈmɒr.əʊ/ = ADVERB: αύριο;
USER: αύριο, αύριο το, αυριανή, του αύριο
GT
GD
C
H
L
M
O
touch
/tʌtʃ/ = NOUN: επαφή, αφή, άγγιγμα, μικρή ποσότητα, μικρή ποσότης;
VERB: αγγίζω, ακουμπώ, εγγίζω, αφορώ, συγκινώ, άπτομαι;
USER: αγγίζετε, αγγίξτε, αγγίξετε, αγγίξει, αγγίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
traffic
/ˈtræf.ɪk/ = NOUN: κυκλοφορία, κίνηση, μεταφορά, εμπόριο, συγκοινωνία, τροχαία κίνηση, τροχαία κυκλοφορία, δοσοληψία, κίνηση εις τους δρόμους;
VERB: εμπορεύομαι;
USER: κυκλοφορία, κίνηση, κυκλοφορίας, της κυκλοφορίας, κίνησης
GT
GD
C
H
L
M
O
transcript
/ˈtræn.skrɪpt/ = NOUN: αντίγραφο;
USER: αντίγραφο, πρακτικά, μεταγραφή, μεταγραφής, απομαγνητοφώνηση
GT
GD
C
H
L
M
O
two
/tuː/ = USER: two-, two;
USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
unproductive
/ˌənprəˈdəktiv/ = ADJECTIVE: μη παραγωγικός, άγονος;
USER: μη παραγωγικός, άγονος, αντιπαραγωγική, μη παραγωγικών, μη παραγωγικές
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
using
/juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
ve
/ -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ
GT
GD
C
H
L
M
O
vehicle
/ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας;
USER: όχημα, οχήματος, οχημάτων, του οχήματος, των οχημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
video
/ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση;
ADJECTIVE: τηλεοπτικός;
USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας
GT
GD
C
H
L
M
O
views
/vjuː/ = NOUN: θέα, άποψη, όψη, ιδέα, φρόνημα, θεωρία, σκοπός;
USER: θέα, προβολές, απόψεων, απόψεις, τις απόψεις
GT
GD
C
H
L
M
O
want
/wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη;
NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια;
USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
where
/weər/ = CONJUNCTION: όπου;
ADVERB: που;
USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
why
/waɪ/ = ADVERB: γιατί;
USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
work
/wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά;
VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι;
USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
worldwide
/ˌwɜːldˈwaɪd/ = ADJECTIVE: παγκόσμιος;
USER: παγκόσμιος, όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, παγκοσμίως, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
would
/wʊd/ = USER: would-, will, would, shall;
USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
years
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
185 words